φιλάνθρωπος

φιλάνθρωπος
-ος,-ον + A 0-0-0-0-6=6 1 Ezr 8,10; 2 Mc 4,11; 4 Mc 5,12; Wis 1,6; 7,23
kindly, appealing to human feeling 4 Mc 5,12; merciful (of pers.) Wis 12,19; τὰ φιλάνθρωπα the privileges 2 Mc 4,11
Cf. HORSLEY 1981,88; LARCHER 1983 179; 1984 489; PELLETIER 1980, 397-403; →NIDNTT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλάνθρωπος — loving mankind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάνθρωπος — η, ο / φιλάνθρωπος, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. πληθ. ουδ. φιλάνθρουπα Α 1. αυτός που αγαπά τον πλησίον του, τον συνάνθρωπό του, φιλάλληλος, αλτρουιστής 2. (για τον θεό) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους («ἐν ὀνόματι τοῡ θεοῡ τοῡ ἐλεήμονος καὶ… …   Dictionary of Greek

  • φιλάνθρωπος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που αγαπάει τους ανθρώπους, φιλάλληλος, αλτρουιστής: Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία είναι φιλάνθρωπη. 2. ο ελεήμονας, ο αγαθοεργός, ο σπλαχνικός: Τον βοήθησαν στην αρρώστια του φιλάνθρωποι πλούσιοι. 3. αυτός που διαπνέεται από …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλανθρωπότερον — φιλάνθρωπος loving mankind adverbial comp φιλάνθρωπος loving mankind masc acc comp sg φιλάνθρωπος loving mankind neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωποτάτων — φιλάνθρωπος loving mankind fem gen superl pl φιλάνθρωπος loving mankind masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωποτέρων — φιλάνθρωπος loving mankind fem gen comp pl φιλάνθρωπος loving mankind masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπότατα — φιλάνθρωπος loving mankind adverbial superl φιλάνθρωπος loving mankind neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπότατον — φιλάνθρωπος loving mankind masc acc superl sg φιλάνθρωπος loving mankind neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρώπως — φιλάνθρωπος loving mankind adverbial φιλάνθρωπος loving mankind masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωποτάταις — φιλάνθρωπος loving mankind fem dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωποτάτη — φιλάνθρωπος loving mankind fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”